17 Νοε 2011

Επιθετικότητα

Η επιθετικότητα, είναι μια φυσιολογική αν και ενοχλητική φάση στην διαδικασία της ανάπτυξης και κοινωνικοποίησης των παιδιών.

Ο θυμός, η οργή, η επιθετικότητα είναι από τις πιο συνηθισμένες αντιδράσεις της παιδικής ηλικίας. Από την αρχή της ζωής το άτομο αντιδρά βίαια σε καταστάσεις που του προκαλούν δυσαρέσκεια ή παρεμποδίζουν την ικανοποίηση των αναγκών του. Σαφώς, ο θυμός του παιδιού εκδηλώνεται κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τον χαρακτήρα και την ηλικία του.
Ως βρέφος χρησιμοποιεί το κλάμα.
Μετά τον πρώτο χρόνο της ζωής του εκδηλώνει εκρήξεις οργής, κατά τις οποίες η επιθετικότητα στρέφεται κυρίως στον εαυτό του (αυτοκαταστροφικής μορφής - κλαίει έντονα, πηδά πάνω κάτω, χτυπιέται στο πάτωμα, τραβά τα μαλλιά του, δαγκώνεται ή κρατά την αναπνοή του και μελανιάζει). Αυτές οι αυτό-επιθετικές συμπεριφορές πανικοβάλουν τα άτομα του περιβάλλοντός του, τα οποία σπεύδουν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του.
Αργότερα, από την ηλικία των δύο με τριών ετών η επιθετικότητα εκφράζεται προς τα αντικείμενα και τους ανθρώπους γύρω του (επιθετική – εκδικητική στάση). Στην αρχή έχει σκοπό την απόκτηση ή τη διατήρηση κάποιου αντικειμένου ή δικαιώματος χωρίς να θέλει συνειδητά να προκαλέσει κακό στους άλλους. Στη συνέχεια, εκδηλώνεται μια πραγματικά εχθρική συμπεριφορά απέναντι στους γονείς και τα αδέλφια και αργότερα κατά τη διάρκεια των σχολικών χρόνων απέναντι στους συνομήλικούς του και το εκπαιδευτικό προσωπικό.

ΑΙΤΙΕΣ

Ένα θέμα που έχει απασχολήσει τους επιστήμονες, θεωρητικούς και ερευνητές είναι η αρχική αιτία της επιθετικότητας. Σε ποιους παράγοντες δηλαδή οφείλονται οι διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των παιδιών ως προς την επιθετικότητα. Για το θέμα αυτό έχουν διατυπωθεί δυο κύριες απόψεις, αντίθετες μεταξύ τους.
Η μία άποψη δέχεται ότι η επιθετικότητα προκαλείται από ενδογενή αίτια – βιολογικούς παράγοντες, και η άλλη ότι είναι αποτέλεσμα περιβαλλοντικών επιδράσεων, των εμπειριών και των βιωμάτων του παιδιού – είναι αποτέλεσμα μάθησης.

Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης του Bandura (1977) υποστηρίζει πως οποιαδήποτε κοινωνική συμπεριφορά μαθαίνεται μέσω:

1) Άμεσης εμπειρίας μέσω της οποίας το άτομο άμεσα ανταμείβεται για τη συμπεριφορά
Ο G.R.Patterson και οι συνεργάτες του (1976) σε μία έρευνα σε νηπιαγωγείο, όπου παρατήρησαν διεξοδικά την συμπεριφορά των παιδιών, κατέληξαν ότι  περισσότερα από τα τρία τέταρτα των επιθετικών πράξεων ακολουθούνταν από θετικές συνέπειες για τον επιτιθέμενο:το θύμα είτε ενέδιδε είτε αποσυρόταν. Αυτοί οι ερευνητές επίσης διαπίστωσαν ότι οι γονείς των επιθετικών παιδιών συχνά ενισχύουν την συμπεριφορά των παιδιών τους είτε γελώντας, είτε δίνοντάς τους περισσότερη προσοχή. Σε μία πιο πρόσφατη έρευνα ο Patterson και οι συνεργάτες του (1989) παρατήρησαν ότι σε πιεστικές οικογένειες η επιθετική συμπεριφορά είναι λειτουργική γιατί δίνει στο παιδί την δυνατότητα να επιζήσει σε τιμωρητικές κοινωνικές συνθήκες.
Και

2) Έμμεσης εμπειρίας όπου το άτομο μαθαίνει μέσα από την δημιουργία μοντέλων συμπεριφοράς.
Οι «σημαντικοί άλλοι» αποτελούν μοντέλα συμπεριφοράς και το άτομο μαθαίνει μέσω της μίμησης αυτών των μοντέλων. Ο Bandura (1973) πραγματοποίησε μια σειρά ερευνών με μικρά παιδιά που έβλεπαν ένα ενήλικα να βιαιοπραγεί σε μια κούκλα. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως η επιθετική συμπεριφορά μπορεί να μαθευτεί άμεσα αλλά και έμμεσα: αφού μαθευτεί μπορεί να γενικευτεί σε άλλα πλαίσια και χρονικές περιόδους. Πράγματι, η έκθεση των παιδιών σε βίαια τηλεοπτικά προγράμματα βρέθηκε να αυξάνει την επιθετικότητα ειδικά των αγοριών.

Έτσι, καταλήγουμε στο ότι παρατηρώντας τη φύση, αντιλαμβανόμαστε ότι όλα τα ζωικά είδη έχουν επιθετικά ένστικτα, τα οποία είναι απαραίτητα για την αυτοπροστασία και την επιβίωσή τους. Δεχόμαστε ότι ο άνθρωπος έχει εγγενή επιθετικά ένστικτα. Το είδος όμως και η σφοδρότητα της επιθετικής συμπεριφοράς που εκδηλώνει εξαρτώνται και από διαπροσωπικούς και κοινωνικούς παράγοντες.
Το παιδί χρησιμοποιεί την επιθετικότητα ως μέσο για την επίτευξη κάποιας επιθυμίας του ή προκειμένου να μιμηθεί επιθετικά πρότυπα. Τα παιδιά μαθαίνουν πολύ νωρίς ότι συμπεριφερόμενα επιθετικά εξασφαλίζουν κάποιο επιθυμητό αποτέλεσμα. Πολύ εύκολα, επίσης, μιμούνται επιθετικές συμπεριφορές τόσο των ενηλίκων όσο και των συνομήλικών τους. Η επίδραση των συνομήλικων είναι βραχυχρόνια και σύντομα ατονεί. Αντίθετα, η επιθετική συμπεριφορά ενός σημαντικού ενήλικου (γονέα) στη ζωή του παιδιού έχει συνεχή επίδραση και αποτελεί μοντέλο μίμησης και ταύτισης. Στην εποχή μας συζητείται και η συμμετοχή της τηλεόρασης και γενικότερα των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην αύξηση της παιδικής επιθετικότητας, λόγω των βίαιων προτύπων και εικόνων που προβάλλουν.


ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΕΛΕΓΧΟΥ

Αποφυγή ανταμοιβής:
Είναι ευρύτερα γνωστό ότι πολλές φορές τα παιδιά γίνονται επιθετικά για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των μεγάλων ακόμη κι αν αυτό είναι για να τα μαλώσουν ή να τα τιμωρήσουν. Ένας τρόπος, λοιπόν, που θα μπορούσαν οι γονείς να χρησιμοποιήσουν για να σταματήσουν την επιθετική συμπεριφορά των παιδιών τους είναι αυτή να τα αγνοείται εντελώς και να δίνεται προσοχή μόνο όταν συνεργάζονται αρμονικά. Σύμφωνα με τον Allen et al (1970), ένας τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι να δίνεται όλη η προσοχή στο θύμα της επίθεσης αγνοώντας παντελώς τον επιτιθέμενο. Ο ενήλικας μπορεί να καθησυχάσει το παιδί που δέχτηκε την επίθεση, να το επαινέσει που δεν ανταπόδωσε την ίδια συμπεριφορά παραχωρώντας του ένα παραπάνω δικαίωμα και να του διδάξει πώς να χειρίζεται στο μέλλον τέτοιες καταστάσεις. Με τον επιτιθέμενο δεν θα ασχοληθεί καθόλου και ούτε θα σχολιάσει την συμπεριφορά του. Σε αυτή την τεχνική ο επιτιθέμενος δεν ανταμείβεται ούτε τραβώντας την προσοχή του ενήλικα ούτε καταφέρνοντας να υποτάξει το θύμα (καθώς αυτό είχε την συμπαράσταση το ενήλικα). Ακόμη δηλώνεται στα υπόλοιπα παιδιά που ίσως ήταν μάρτυρες της επίθεσης ότι οφείλουμε να είμαστε συμπονετικοί απέναντι στα θύματα των άδικων επιθέσεων και να αντιμετωπίζουμε με αδιαφορία αυτούς που φέρονται επιθετικά.

Αποφυγή τιμωρίας:
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι οι προσπάθειες να ελεγχθεί η επιθετική συμπεριφορά των παιδιών με σωματικές τιμωρίες ή απειλή χρήσης ωμής βίας (πχ «αν το κάνεις αυτό, θα φας ξύλο») αυξάνουν αισθητά την επιθετικότητα των παιδιών (Dodge, 1994).
Ας πάρουμε ως παράδειγμα ένα μικρό αγόρι το οποίο χτυπάει την αδερφή του για να πάρει ένα παιχνίδι. Η αδερφή του ανταποδίδει το χτύπημα και αρχίζει ο καυγάς. Η μητέρα τους επεμβαίνει φωνάζοντάς τους να σταματήσουν αλλά εκείνα δεν ακούν. Εξοργισμένη ορμάει και χαστουκίζει τον γιό της ενώ σπρώχνει την κόρη της. Τα παιδιά αποσύρονται σπάζοντας προσωρινά τον κύκλο του καυγά. Η μητέρα βλέποντας ότι η συμπεριφορά της (το χαστούκι και το σπρώξιμο) σταμάτησε τον καυγά των παιδιών, το πιθανότερο είναι να την επαναλάβει. Δεδομένου ότι εκείνη αποτελεί το μοντέλο της επιτυχημένης επιθετικότητας, τα παιδιά της επίσης θα μάθουν να συναλλάσσονται με αυτό τον τρόπο.
Φαίνεται να είναι ιδιαίτερα οξύμωρο το σχήμα που προκύπτει όταν χρησιμοποιούμε βία για να καταστείλουμε την επιθετικότητα.

Γνωστική εκπαίδευση:
Ένας άλλος τρόπος είναι η χρήση της λογικής. Αν και ακούγεται μάλλον απίθανο να καταφέρει κάποιος να κάνει λογική συζήτηση μ’ έναν τετράχρονο που μόλις άρπαξε το παιχνίδι από τον φίλο του, εντούτοις, φαίνεται ότι τέτοιες συζητήσεις μειώνουν την επιθετικότητα ακόμη και σ’ αυτή την ηλικία. Είναι χαρακτηριστικό το πείραμα των Zahavi & Asher (1978), όπου κανόνισαν με την δασκάλα ενός νηπιαγωγείου να πάρει παράμερα τα πιο επιθετικά παιδιά ένα-ένα και να κάνει μαζί τους μία ήρεμη και κατανοητή δεκάλεπτη συζήτηση. Στόχος ήταν να τους διδάξει ότι α) η επιθετικότητα δεν λύνει προβλήματα απλά δημιουργεί κακίες και αντιπάθεια β) η επιθετικότητα πληγώνει ένα άλλο πρόσωπο και το κάνει δυστυχισμένο και γ) τα παιδιά μπορούν να παίζουν μαζί ή το ένα μετά το άλλο με το ίδιο παιχνίδι. Η δασκάλα δίδαξε την κάθε έννοια κάνοντας καθοδηγητικές ερωτήσεις και ενθαρρύνοντας τα παιδιά. Μετά απ’ αυτές τις συζητήσεις, η επιθετική συμπεριφορά των παιδιών μειώθηκε δραματικά ενώ αυξήθηκε κατά πολύ η θετική τους συμπεριφορά.




1 σχόλιο:

kaptenbill είπε...

TEΛΕΙΟ ΜΩΡΟ ΜΟΥ ΜΠΡΑΒΟ